- ἑστιατήριον
- ἑστιᾱτ-ήριον, τό,A banqueting-hall, Rev. Épigr.1.239 (Naples, ii A. D.), Philostr.VS2.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εστιατήριον — ἑστιατήριον, τὸ (Α) τόπος καθορισμένος για να γίνονται οι εστιάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού εστιατόριον αναλογικώς προς τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εργασ τήριον)] … Dictionary of Greek
ἑστιατήριον — banqueting hall neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιατήρια — ἑστιατήριον banqueting hall neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)